σχεδιαστήριο

σχεδιαστήριο
το
εργαστήρι του σχεδιαστή.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σχεδιαστήριο — το, Ν 1. αίθουσα όπου γίνονται τεχνικά σχέδια, εργαστήριο σχεδιαστή 2. το τραπέζι τού σχεδιαστή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχεδιάζω + επίθημα τήριο (πρβλ. γυμνασ τήριο). Η λ., στον λόγιο τ. σχεδιαστήριον, μαρτυρείται από το 1892 στον Ιω. Κάλφογλου] …   Dictionary of Greek

  • τοπογραφία — Επιστήμη που μελετά τις μεθόδους και τα όργανα λεπτομερούς αναπαράστασης της φυσικής επιφάνειας της Γης, για την εκτέλεση πάνω σε αυτή διαφόρων γεωμετρικών πράξεων. Η εργασία γίνεται με την υπόθεση ότι η επιφάνεια του γεωειδούς μπορεί να… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”